εννοσιφυλλος

εννοσιφυλλος
    ἐννοσίφυλλος
    ἐννοσί-φυλλος
    2
    колеблющий листву
    

(ἄνεμοι Simonides ap. Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εννοσιφυλλος" в других словарях:

  • εννοσίφυλλος — ἐννοσίφυλλος, ον (Α) επικ. τ. αντί ενοσίφυλλος, εινοσίφυλλος (για δασώδη όρη) αυτός που έχει κινούμενα, σειόμενα φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έν(ν)οσις «κλονισμός» + φύλλον] …   Dictionary of Greek

  • ἐννοσίφυλλος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐννοσίφυλλον — ἐννοσίφυλλος masc/fem acc sg ἐννοσίφυλλος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»